Mια αστεία ιστορία

Από την Καλλιόπη Παγούδη
«Δάσκαλε, έχω απορίες.»
«Τι απορίες έχεις παιδί μου;»
«Να, τελευταία έχω εσωτερικές ανησυχίες: Ποιος είμαι, που πάω, τι κάνω, τέτοια πράγματα. Όλα ξεκίνησαν από την ημέρα που έχασα την δουλειά μου και η ζωή μου έγινε ανυπόφορη- ας όψεται η γυναίκα μου. Μεγάλα προβλήματα οικονομικής φύσεως.
Άκουσα κάπου ότι για όλα φταίμε εμείς κι ο δρόμος που πήραμε σαν ανθρωπότητα. Ότι ήρθε ο καιρός να επαναπροσδιορίσουμε την ίδια μας την ύπαρξη. Πώς θα το έκανα αυτό; δεν είχα ιδέα. Ε, λοιπόν, μου είπε ένας φίλος να πάω σε μια Σχολή όπου θα με βοηθούσαν. Πήγα.
Εμφανίστηκε ένας πολύ αδύνατος άντρας, με ρώτησε, καλή ώρα όπως κι εσύ, κι εγώ του είπα τι θέλω. Με κοίταξε ώρα πολλή χωρίς να μιλάει. Στο τέλος μου λέει: Πρέπει να πας στην πηγή σου, εκεί θα βρεις όλες τις απαντήσεις που ζητάς. Εγώ τον κοίταξα κατάπληκτος. Δεν τόλμησα όμως να τον ρωτήσω περισσότερα πράγματα γιατί φαινόταν σαν να είχε άλλα, πιο σοβαρά στο μυαλό του. Όλο πέρα κοιτούσε και είχε τα μάτια του μισόκλειστα. Ποιος ξέρει, σκέφτηκα, μπορεί να έχει κι αυτός δάνεια και κάρτες, χώρια το χαράτσι…. Τον άφησα λοιπόν στην σκασίλα του κι έφυγα, με τις δικές μου απορίες.
Πήγα στο σπίτι μου, γέμισα μια βαλίτσα με τα απαραίτητα, κάτω από το έκπληκτο βλέμμα της συζύγου μου. Όσο εγώ πακετάριζα, εκείνη μουρμούραγε:
Που θα πας βρε αχαΐρευτε, βρήκες επιτέλους δουλειά; Και τι δουλειά είναι αυτή, ε; Ξεμείνανε τα καράβια από μούτσους και τρέχεις να προλάβεις; Δεν απαντάς , ε; βέβαια, πήρες καλά- καλά τόσα δάνεια, φόρτωσες όλες τις κάρτες, άφησες όλους τους λογαριασμούς απλήρωτους, και τώρα ετοιμάζεσαι, για πού; Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;¨
Εγώ δεν μιλούσα, αλλά κι αυτή δεν έσκαγε, όπως μου είχε τάξει. Στο τέλος, αφού έκλεισα την βαλίτσα μου, αποφάσισα να της πω.
¨Πάω στην πηγή μου, γεια σου γυναίκα. Να μου φιλήσεις τα παιδιά.¨ είπα κι έφυγα. Ακόμα πρέπει να λέει, ύστερα από τόσες μέρες… ολοζώντανη την βλέπω μπρος μου, να εκεί, δίπλα σου δάσκαλε…»
Ο δάσκαλος σκιάχτηκε και τραβήχτηκε πιο κει.
«Λοιπόν, που λες, μια και δυο, με τα τελευταία μου λεφτά στην τσέπη κίνησα για το ορεινό χωριό μου. Έφτασα απομεσήμερο και χωρίς καν να ξεφορτώσω το αυτοκίνητο, έτρεξα στην πηγή- είναι πραγματικά πολύ όμορφα εκεί πάνω. Ο καθαρός αέρας ανοίγει τα πνευμόνια και καθαρίζει ολόκληρος ο οργανισμός, τα πουλάκια κελαηδούν ασταμάτητα, το νεράκι της κελαρύζει…. Και ησυχία από ανθρώπου μιλιά. Έτσι το θυμόμουν εκείνο το μέρος κι η ανηφοριά δεν με τρόμαζε.
Έφτασα στην πηγή αποκαμωμένος και διψασμένος όσο ποτέ άλλοτε. Μα εκεί με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη! Σταλιά νερό δεν έτρεχε από το στόμιό της. Τα ‘χασα. Πλησίασα πιο κοντά και είδα μια μικρή κακοφτιαγμένη επιγραφή. Για να πιώ το ευλογημένο της νεράκι θα έπρεπε να βάλω στη σχισμή που υπήρχε δίπλα ένα νόμισμα 1 ή 2 ευρώ! Το πόσο ταράχτηκα δε λέγεται. Ψάχτηκα όπου είχα τσέπη- στο παντελόνι, στο πουκάμισο, στο μπουφάν και τελικά βρήκα ένα νόμισμα. Το έριξα μέσα βιαστικά και ξεδίψασα. Η γεύση του ήταν γλυκιά μεν μα δεν έμοιαζε με το νεράκι που θυμόμουν. Πιο ήρεμος, κάθισα στο πλατάνι δίπλα στην πηγή συλλογισμένος. Γιατί θα έπρεπε κάποιος να πληρώσει για να πιεί νερό που τόσο απλόχερα υπάρχει στην φύση; Καλά στις πόλεις και στα χωριά όπου υπάρχουν υδραγωγεία, μα εδώ; Στην αγκαλιά της φύσης; Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, είδα πως παραδίπλα υπήρχε κι άλλη επιγραφή… ήταν οι απαντήσεις που έψαχνα.
Σου λέει, βάση των οδηγιών που αναγράφονταν, τώρα το νερό ήταν αλλιώτικο, εμπλουτισμένο με πολλά και ωφέλιμα ιχνοστοιχεία, κατόπιν ειδικής επεξεργασίας. Έκανε καλό όχι μόνο στην δίψα αλλά και γενικότερα, είχε πολλές ωφέλιμες ιδιότητες. Σου έδινε ενέργεια, σε αναζωογονούσε, μακροπρόθεσμα- δηλαδή μετά από πολλές πόσεις ευρώ- σε γιάτρευε από πάσης φύσεως αρρώστιες και δυσλειτουργίες. Άσθμα, νεφρικές παθήσεις, νευρολογικές, ζάχαρο , υπέρταση, κιρσούς, αιμορροΐδες, πλατυποδία… τι να πρωτοθυμηθώ δάσκαλε! Χώρια που ανάμεσα σε άλλα, σου λέει ο ευεργέτης, διορθώνει το μαγνητικό σου πεδίο και ως εκ θαύματος απομακρύνονται από την ζωή σου όλα σου τα προβλήματα, αφού… κάτι κάνει τέλος πάντων και στα λύνει…
Έφυγα απογοητευμένος. Δεν είχα τα απαραίτητα ευρώ για να με γιατρέψει η πηγή, ούτε για να μου λύσει τα προβλήματά μου.
Φόρτωσα πάλι το αυτοκίνητο και γραμμή για τον δάσκαλο. Πού να πάω στο σπίτι; Τι να πω στη γυναίκα μου; Καταλαβαίνεις δάσκαλε… αλήθεια είσαι παντρεμένος;»
Ο δάσκαλος τον κοίταξε με τα μάτια γουρλωμένα λες και τον ρώτησε αν έχει λέπρα!
«Όχι βέβαια!!!» Του τόνισε.
«Ααααα, μπράβο, μπράβο, είπε ο αναζητητής. Πόσο τυχερός είσαι στ αλήθεια!»
« Δεν είναι τύχη, παιδί μου, αλλά επιλογή. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, να το θυμάσαι.» του είπε με περισπούδαστο ύφος, ίσα για να τον μπερδέψει πιο πολύ.
«Συγνώμη» είπε με το κεφάλι σκυφτό.
« Δεν πειράζει παιδί μου, ανθρώπινα τα λάθη». Του είπε.
«Λοιπόν, για να συνεχίσω. Χτυπάω το κουδούνι της Σχολής και μου ανοίγει ο ίδιος ο δάσκαλος. Με μπάζει μέσα και του διηγούμαι την περιπέτειά μου. Όταν τελείωσα….. ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Τόσο που ταράχτηκα. Δεν ήξερα πώς να φερθώ. Άραγε, με κορόιδευε; Μα κάνουν τέτοια οι πνευματικοί άνθρωποι; Περίμενα υπομονετικά να του περάσει η κρίση, με το κεφάλι χαμηλωμένο. Αλλά δεν έλεγε να σταματήσει. Να, όπως κι εσύ τώρα… μα γιατί γελάς δάσκαλε;»
Ο δάσκαλος είχε αρχίσει με ένα μειδίαμα που πήρε να γίνεται γέλιο, μέχρι που διπλώθηκε στα δυο.
«Να, έτσι ακριβώς έκανε κι ο άλλος. Μα τι στην ευχή; Που το βρίσκεται το αστείο;» ρωτούσε με γνήσια απορία.
« Συνέχισε παιδί μου» είπε ο δάσκαλος που με δυσκολία σταμάτησε να γελά.
« Έχει καλώς, εσύ ξέρεις. Λοιπόν, πού μείναμε; Α, ναι , στα γέλια. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και είπε: εσείς οι άνθρωποι, δεν λέτε να καταλάβετε ότι το μόνο που θα σας σώσει είναι η πηγή. Πήγαινε, άνθρωπέ μου, και ο Θεός να σε βοηθήσει. Εγώ δεν μπορώ. Είναι μεγάλη η απόστασή σου – δεν μπορώ να ασχοληθώ.
Κι έτσι, ευγενικά μεν αλλά σταθερά… με πέταξε έξω.
Φυσικά, δεν έχω πάει στο σπίτι μου ακόμα. Δεν τολμώ αν δεν έχω απαντήσεις. Να της τις τρίψω στην μούρη, να ξεχρεώσω με δάνεια, κάρτες, κι όλα αυτά που την κάνουν να με στύβει σαν το λεμόνι από το πρωί που θ ανοίξουμε τα μάτια μας μέχρι το βράδυ που θα τα κλείσουμε ξανά…. κι έτσι ο φίλος μου με έστειλε σε σένα, λέγοντάς μου πως είσαι ο πιο κατάλληλος για ν αρχίσω… τίποτε δεν κατάλαβα, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν μπορώ να πάω στο σπίτι μου.» κατέληξε με έναν αναστεναγμό.
Ο δάσκαλος τώρα τον κοιτούσε σοβαρός.
« Τι σε κάνει να πιστεύεις πως με αυτά που θα μάθεις εδώ κοντά μας θα ξεχρεώσεις;» τον ρώτησε αργά.
Ο αναζητητής ένιωσε να χάνει την γη κάτω απ τα πόδια του. Έχει γούστο…
«Μα… εγώ τα είπα στον φίλο μου…και μου είπε ότι για να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση πρέπει να κάνουμε νέο προσδιορισμό της ζωής μας… κι ότι εσύ μπορείς να με βοηθήσεις σε αυτό… άρα, να ξεφύγω και να ξεμπερδεύω με όλα όσα με κυνηγούν. Τα χρέη με κυνηγούν. Ε, εντάξει, και η γυναίκα μου, όμως αυτή θα σταματήσει όταν σταματήσουν κι αυτά» είπε.
Ο Δάσκαλος τότε του είπε ότι πράγματι, είχε ένα πολύ καλό δάσκαλο που θα τον αναλάμβανε ευθύς αμέσως. Και μάλιστα, χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψει ούτε μισό ευρώ.
«Θα σου δώσω τρία βιβλία πριν σε στείλω στο διπλανό δωμάτιο , όπου σε περιμένει. Θα γνωριστείτε και μετά θα πάρεις τα βιβλία και θα πας εκεί που θα σου πει εκείνος.» του είπε.
«Είναι μακριά αυτό το μέρος δάσκαλε;» τον ρώτησε ο επίδοξος μαθητής του σπουδαίου δασκάλου.
« Δεν γνωρίζω, μόνον εκείνος ξέρει».
«Είναι καλός δάσκαλος ή θα πάθω πάλι τα ίδια;»
«Είναι ο καλύτερος, έχε μου εμπιστοσύνη» και λέγοντας τα τελευταία του λόγια, του έγνεψε να τον ακολουθήσει. Στάθηκαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα.
« Εδώ εγώ σε αποχαιρετώ. Πάρε αυτά τα βιβλία και μπες να συναντήσεις τον σπουδαίο δάσκαλο. Μόνον αυτόν θα ακούς πια, ούτε καν εμένα.» κι έφυγε.
Ο αναζητητής άνοιξε την πόρτα και μπήκε σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο.
«Καλημέρα» είπε διστακτικά.
«Καλημέρα, καλημέρα, καλημέρααα» ακούστηκε μια ηχώ.
«Είναι κανείς εδώ» ρώτησε απορημένος.
« Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώωωω» απάντησε η ηχώ…
Εκνευρισμένος έψαξε για έναν διακόπτη. Τον εντόπισε κι άναψε το φως. Έμεινε μαρμαρωμένος!!!!!!!! Ολόγυρα καθρέπτες πάσης φύσεως και το είδωλό του να κατοπτρίζεται μέσα τους, δημιουργώντας μια παραζάλη στο μυαλό του. Γύριζε τα μάτια του γύρω- γύρω και το μόνο που έβλεπε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Στην απέναντι πλευρά υπήρχαν κοίλοι καθρέπτες που τον έδειχναν παραμορφωμένο. Στριφογυρνούσε γύρω από τον εαυτό του, το ίδιο και τα είδωλα… όχι , δεν μπορούσε και πάλι να βρει άκρη. Μα πού ήταν επιτέλους αυτός ο δάσκαλος; Τι συμπεριφορά ήταν αυτή, φωτισμένοι άνθρωποι;
Η ώρα περνούσε. Αποφάσισε πως κάτι συνέβη στον δάσκαλο και δεν θα ερχόταν ποτέ. Βγήκε έξω φουρκισμένος και απογοητευμένος. Ο δάσκαλος της υποδοχής τον περίμενε.
«Λοιπόν; Πώς σου φάνηκε ο δάσκαλός σου» τον ρώτησε μ ένα αινιγματικό χαμόγελο.
« Δάσκαλε, κάτι πρέπει να κάνεις με το προσωπικό. Δεν ήρθε!» του απάντησε.
« Μάλιστα. Καλώς. Πες μου κάτι. Έχεις κάπου να μείνεις ώστε να μπορείς να μελετήσεις τα βιβλία που σου έδωσα χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς;»
«Μόνο στο χωριό μου μπορεί να γίνει αυτό»
«Πήγαινε λοιπόν και θα στείλω εκεί τον δάσκαλο. Κοίτα να μελετήσεις όμως» του είπε και τον αποχαιρέτησε.
Κόντευε να φτάσει στο χωριό του όταν συνειδητοποίησε πως ξέχασε να πει στον δάσκαλο της υποδοχής πού ήταν το χωριό του. Μα κι εκείνος, δεν τον ρώτησε…
Το πρώτο βιβλίο που έπρεπε να μελετήσει ήταν ένα εγχειρίδιο σχετικά με τον διαλογισμό…., το δεύτερο σχετικά με την εσωτερική πορεία της ζωής του Χριστού και το τρίτο ήταν… άγραφο.
Λίγο καιρό μετά, συνάντησε για πρώτη φορά τον δάσκαλό του… εκεί στο καθιστικό, τον περίμενε όλον αυτό τον καιρό να συστηθούν. Ο καθρέπτης του!
Λίγο καιρό αργότερα, του έδειξε πώς να τον κάνει κοίλο… και να ξεκαρδίζεται με τις παραμορφώσεις του.
Και η ηχώ πήρε να αλλάζει– η επιστροφή έφερνε απαντήσεις.
Και το τρίτο βιβλίο κόντευε να γεμίσει.
Στον χρόνο πάνω πήγε στο σπίτι του. Όλα ήταν εκεί- η γυναίκα του να μαίνεται, οι λογαριασμοί, τα εξώδικα, οι διαταγές πληρωμής, τα τηλέφωνα από τις εισπρακτικές εταιρίες…. Όλα τον περίμεναν. Τα κοίταξε μέσα από το κοίλο πρόσωπο του δασκάλου του και γέλασε με την ψυχή του. Ήταν φυσικό να τον περιμένουν, σκέφτηκε. Χωρίς αυτόν δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Μόνον που εκείνος δεν ήταν πια εκεί….
Καλλιόπη Παγούδη , poppag65@gmail.com